Λέξη: ενεργοποιώ

Σχετικές λέξεις: ενεργοποιώ

ενεργοποιώ αγγλικά, ενεργοποιώ στα αγγλικά, ενεργοποιώ συνώνυμα, ενεργοποιώ μετάφραση στα αγγλικά

Μεταφράσεις: ενεργοποιώ

ενεργοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
activate, energize, I enable, I turn, I activate

ενεργοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
activar, actuar, acelerar, energizar, dinamizar, energía a, energizará

ενεργοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aktivieren, Energie, energetisieren, erregen, zu erregen, erregt

ενεργοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
activez, actionner, ranimer, stimuler, précipiter, activons, émouvoir, mouvoir, bouger, remuer, occasionner, exciter, activer, activent, évoquer, animer, dynamiser, alimenter, sous tension

ενεργοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivare, eccitare, stimolare, energizzare, eccita, infondere energia

ενεργοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
activar, energizar, energize, dinamizar, energizá, energizam

ενεργοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanzetten, activeren, energie, energieke, energize, energie op, spanningsloos

ενεργοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
активизировать, активировать, возбуждать, активизации, энергией, возбудить

ενεργοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktivere, energi, energize, energisere, gi energi, energi til

ενεργοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktivera, energize, energi, vitalisera, mata

ενεργοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
touhottaa, aktivoida, käynnistää, tarmoa, energize, energiaa, puhtia, jännitettä

ενεργοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
energi, energize, aktivere, energi til, give energi

ενεργοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povzbudit, pohnout, aktivovat, vyvolávat, spustit, energii, napájení, dodají, napájet

ενεργοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyspieszać, poruszać, włączyć, wywołać, aktywować, ożywić, pobudzać, wzbudzać, czynić, ożywiać, uaktywnić, uruchamiać, agitować, zasilania, energize, naładować

ενεργοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvillanyoz, energiával, lendületet, feszültség alá, feszültségmentesítse

ενεργοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enerji, enerjisini, enerjisini kesin, enerjiyi, enerji vermek

ενεργοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
активізувати, активуйте, збуджувати, порушувати, чи порушувати, порушуватиме, порушуватимуть

ενεργοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktivizohem, aktivizoj, të aktivizoj, energji, jap energji, japë energji

ενεργοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стимулирам, мотивира, тласък, енергизира, енергизиране

ενεργοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць

ενεργοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiveerima, energiat andma, energiat, innustada, turgutada, energize

ενεργοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aktivirati, dodati energiju, energiju, energize, energizirati, energizira

ενεργοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræsa, orku

ενεργοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiekti energiją, pagyvinti, energiją, ir aktyviai skatinti, aktyviai skatinti

ενεργοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktivizēt, stimulēt, enerģiju, uzsāks, mudinātu

ενεργοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стимулирам, енергизираат, енергизира, активира, да стимулирам

ενεργοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stimula, energiza, energizarea, energizeze, sub tensiune

ενεργοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
energijo, energize, napajalno napetost, vzbujanje, poživila

ενεργοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povzbudiť, podporiť, podporovať, stimulovať, podnietiť

Στατιστικά δημοτικότητας: ενεργοποιώ

Τυχαίες λέξεις