Λέξη: παραμόρφωση
Σχετικές λέξεις: παραμόρφωση
παραμόρφωση εικόνας, παραμόρφωση φωτογραφιών, παραμόρφωση θραύσης χάλυβα, παραμόρφωση ελατηρίου, παραμόρφωση νυχιών, παραμόρφωση εγγράφου, παραμόρφωση φωνής, παραμόρφωση δακτύλων, παραμόρφωση πέους, παραμόρφωση δακτύλων χεριού
Συνώνυμα: παραμόρφωση
δυσμορφία, μουντζούρα, αλλοίωση, διαστροφή
Μεταφράσεις: παραμόρφωση
παραμόρφωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deformity, deformation, distortion, disfigurement, deform
παραμόρφωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deformidad, deformación, la deformación, de deformación, deformaciones, deformación de
παραμόρφωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
missbildung, Verformung, Deformation, Verformungs, Deformations
παραμόρφωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
difformité, laideur, déformation, la déformation, déformations, une déformation, de déformation
παραμόρφωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deformazione, deformazioni, la deformazione, di deformazione, una deformazione
παραμόρφωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deformação, deformações, a deformação, de deformação, deforma�o
παραμόρφωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervorming, deformatie, vervormingen, vervormen, misvorming
παραμόρφωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безобразие, деформация, убожество, урод, уродство, уродливость, деформации, деформацию, деформаций, деформацией
παραμόρφωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deformasjon, deformasjoner, deformering, deformasjonen, deformert
παραμόρφωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deformation, deformering, deformationen, deformationer, deformeras
παραμόρφωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epämuodostuma, muodonmuutos, muodonmuutosta, muodonmuutoksen, muodonmuutoksia
παραμόρφωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
deformation, deformering, deformationen, deformationer
παραμόρφωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
deformace, ohavnost, deformita, znetvoření, deformaci, deformační, deformací, přetvoření
παραμόρφωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
deformacja, nieforemność, brzydota, zniekształcenie, kalectwo, niekształtność, odkształcenie, odkształcenia, deformacji
παραμόρφωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
formátlanság, deformáció, alakváltozás, deformációs, deformációja, deformációt
παραμόρφωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deformasyon, deformasyonu, deformasyonun, şekil değiştirme, deformasyona
παραμόρφωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потвора, потворо, деформація, виродок, каліцтво
παραμόρφωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
deformim, deformimi, deformimit, shtrembërim, deformimi i
παραμόρφωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безобразие, деформация, деформации, деформиране, деформацията
παραμόρφωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэфармацыя
παραμόρφωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väärareng, moonutus, deformatsioon, deformatsiooni, deformatsioone, deformeerumine, deformeerumist
παραμόρφωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deformacija, deformacije, deformaciju, deformiranje, deformiranja
παραμόρφωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aflögun, afmyndun, Árnadóttir, vanskapaðan
παραμόρφωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
deformacija, deformacijos, deformacijų, deformaciją, deformation
παραμόρφωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deformācija, deformācijas, deformāciju, deformācijai
παραμόρφωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
деформација, деформацијата, деформации, на деформација, деформација на
παραμόρφωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deformare, deformarea, de deformare, deformări, deformării
παραμόρφωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
deformacija, deformacije, deformacijska, deformacij, deformacijo
παραμόρφωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
deformita, deformácia, deformácie, deformáciu, deformácii, deformácií
Τυχαίες λέξεις