Ξεκούραση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ξεκούραση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slökun, slaka, afslöppun, slökunin, sem slökun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκούραση
ξεκούραση εγκεφάλου, ξεκούραση και εγκυμοσύνη, ξεκούραση μετά τη δουλειά, ξεκούραση ματιών, ξεκούραση στην εγκυμοσύνη, ξεκούραση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ξεκούραση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ξεκουράζομαι στα ισλανδικά - ró, afgangur, hvíld, hvíla, halla sér aftur, hallað þér aftur, sitja aftur, ...
- ξεκουραστικός στα ισλανδικά - restful, gefur friðsælan
- ξεκόβω στα ισλανδικά - wean, að wean, venja
- ξελογιάζω στα ισλανδικά - seduce, tæla, tælir, að tæla
Τυχαίες λέξεις
Ξεκούραση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: slökun, slaka, afslöppun, slökunin, sem slökun
Μεταφράσεις: slökun, slaka, afslöppun, slökunin, sem slökun