Ξεχύνομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: ξεχύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bylgja, uppsveifla, aukningar, mikla aukning, Hækkun
Ξεχύνομαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεχύνομαι

ξεχύνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ξεχύνομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξεχωρίζω στα ισλανδικά - herma, einn, eitt, einum, ein, einstaklings
  • ξεχωριστός στα ισλανδικά - skilja, aðgreina, aðskilin, sérstakt, aðskilið, aðskilinn, aðskildum
  • ξηρασία στα ισλανδικά - þurrka, þurrkar, þurrkum, þurrkatíð, Sverð
  • ξηρός στα ισλανδικά - þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
Τυχαίες λέξεις
Ξεχύνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bylgja, uppsveifla, aukningar, mikla aukning, Hækkun