Οικονομολογία στα ισλανδικά

Μετάφραση: οικονομολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagfræði, Economics, efnahagslíf, í hagfræði, efnahagsmál
Οικονομολογία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικονομολογία

οικονομολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οικονομολογία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικονομική στα ισλανδικά - hagfræði, efnahagslegum, efnahagsleg, efnahagslega, efnahagsmálum, efnahags-
  • οικονομικός στα ισλανδικά - efnahagslegum, efnahagsleg, efnahagslega, efnahagsmálum, efnahags-
  • οικονομολόγος στα ισλανδικά - hagfræðingur, hagfræðingurinn, Rekstrarhagfræðingur, Alþjóðlegur markaðsfræðingur, viðskiptafræðingur
  • οικονόμος στα ισλανδικά - bryti, matselja, Ráðskonan
Τυχαίες λέξεις
Οικονομολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hagfræði, Economics, efnahagslíf, í hagfræði, efnahagsmál