Ορθώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gott, góð, góður, vel, góða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθώνω
ορθώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορθώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ορθότητα στα ισλανδικά - misskilning, nákvæmni, forðast misskilning
- ορθώνομαι στα ισλανδικά - hækka, gott, góð, góður, vel, góða
- οριακός στα ισλανδικά - lélegur, brúnum, jaðarsvæðum, jaðar, lítils háttar
- οριζόντιος στα ισλανδικά - lárétt, lárétta, láréttur, láréttu, láréttum
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gott, góð, góður, vel, góða
Μεταφράσεις: gott, góð, góður, vel, góða