Ορθώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inrichten, oprichten, stichten, goed, goede, een goede, good
Ορθώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθώνω

ορθώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορθώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορθότητα στα ολλανδικά - juistheid, correctheid, juist, correct, de juistheid
  • ορθώνομαι στα ολλανδικά - opslag, stijging, opstaan, beklimming, goed, goede, een goede, ...
  • οριακός στα ολλανδικά - marginaal, marginale, randnummer, de marginale
  • οριζόντιος στα ολλανδικά - platliggend, waterpas, horizontaal, horizontale, de horizontale
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inrichten, oprichten, stichten, goed, goede, een goede, good