Ορθώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erigir, eliminador, bom, bem, boa, boas, bons
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθώνω
ορθώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορθώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ορθότητα στα πορτογαλικά - exatidão, exactidão, correção, justeza, correcção
- ορθώνομαι στα πορτογαλικά - amadurecer, encher, levantar, ascensão, subir, aumentar, erguer-se, ...
- οριακός στα πορτογαλικά - marginal, marginais
- οριζόντιος στα πορτογαλικά - horizontal, horizontais
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: erigir, eliminador, bom, bem, boa, boas, bons
Μεταφράσεις: erigir, eliminador, bom, bem, boa, boas, bons