Πίστωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: πίστωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inneign, kredit, trúnaður, lánsfé, lána
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πίστωση
πίστωση φαρμάκων, πίστωση φόρου αλλοδαπής, πίστωση τι σημαίνει, πίστωση φόρου, πίστωση φαρμακοποιών, πίστωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πίστωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πίστα στα ισλανδικά - braut, dansgólf, dans gólfinu, dans gólf, danspallur, danspallur á
- πίστη στα ισλανδικά - trú, trúin, er trú, trúna, trúar
- πίτα στα ισλανδικά - Pie, baka, skífurit
- πίφερο στα ισλανδικά - pifero
Τυχαίες λέξεις
Πίστωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: inneign, kredit, trúnaður, lánsfé, lána
Μεταφράσεις: inneign, kredit, trúnaður, lánsfé, lána