Λέξη: αυτονομία
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία σωμάτων καλοριφέρ, αυτονομία βορείου ηπείρου, αυτονομία θέρμανσης σε παλιές πολυκατοικίες, αυτονομία εκπαιδευτικού, αυτονομία κρήτης
Μεταφράσεις: αυτονομία
αυτονομία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autonomy, independence, autonomy of, autonomous, range
αυτονομία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autonomía, la autonomía, autonomía de, de autonomía
αυτονομία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbständigkeit, eigenverantwortlichkeit, eigenständigkeit, selbstständigkeit, autarkie, autonomie, Autonomie, Eigenständigkeit, Unabhängigkeit
αυτονομία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autonomie, indépendance, autarcie, l'autonomie, d'autonomie, une autonomie
αυτονομία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autonomia, l'autonomia, dell'autonomia, di autonomia, un'autonomia
αυτονομία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia
αυτονομία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
autonomie, zelfvoorziening, autarchie, zelfbestuur, zelfstandigheid, de autonomie, autonomie van, autonoom
αυτονομία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самоуправление, автономия, автономии, автономию, автономность, самостоятельность
αυτονομία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
autonomi, selvstendighet, selvstyre, uavhengighet, autonomien
αυτονομία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
autonomi, självstyre, självständighet, självbestämmande, självständigt
αυτονομία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsehallinto, autonomia, autonomian, autonomiaa, itsenäisyyttä, itsenäisyys
αυτονομία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvstyre, autonomi, selvstændighed, uafhængighed, selvstændige
αυτονομία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
samospráva, samostatnost, autonomie, autonomii, nezávislost
αυτονομία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
autonomia, odrębność, niezależność, samorząd, autonomii, autonomię, niezależności
αυτονομία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önrendelkezés, autonómia, autonómiáját, autonómiát, autonómiájának, autonómiával
αυτονομία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özerklik, özerkliği, otonomi, özerkliğin, özerkliğe
αυτονομία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автономія, законів, самоврядування, автономію
αυτονομία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autonomi, autonomia, autonomia e, autonominë, autonomi të
αυτονομία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
автономия, автономност, самостоятелност, автономията, автономността
αυτονομία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўтаномія, аўтаноміі
αυτονομία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autonoomia, autonoomiat, sõltumatust, sõltumatuse, iseseisvust
αυτονομία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samouprava, autonomija, nezavisnost, autonomije, autonomiju, autonomnost, samostalnost
αυτονομία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfstæði, sjálfsforræði, sjálfræði, að sjálfsforræði, að sjálfsforræði innan
αυτονομία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
autonomija, savarankiškumas, autonomijos, autonomiją, savarankiškumą
αυτονομία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
autonomija, autonomiju, autonomijas, neatkarība
αυτονομία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
автономија, автономијата, самостојност, автономност, самостојноста
αυτονομία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
autonomie, autonomiei, autonomia, de autonomie, o autonomie
αυτονομία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
avtonomija, samostojnost, avtonomije, avtonomijo, avtonomnost
αυτονομία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samospráva, autonómie, autonómia, autonómiu, nezávislosti, samostatnosti
Στατιστικά δημοτικότητας: αυτονομία
Τυχαίες λέξεις