Υστέρηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: υστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hysteresis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υστέρηση
χρονική υστέρηση, υστέρηση φορολογικών εσόδων, υστέρηση λεξικό, μαγνητική υστέρηση, νοητική υστέρηση, υστέρηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υστέρηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπόσχομαι στα ισλανδικά - heita, loforð, lofa, fyrirheit, fyrirheitið, loforðið
- υστέρημα στα ισλανδικά - þrot, ekla, Lelfamar, Eftirstöðvamar, Leifamar
- υφή στα ισλανδικά - þykja, áferð, Áferðin
- υφήλιος στα ισλανδικά - heimur, hnöttur, veröld, heimurinn, heiminum, heim, heimi
Τυχαίες λέξεις
Υστέρηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hysteresis
Μεταφράσεις: hysteresis