Λέξη: επιπόλαιος

Σχετικές λέξεις: επιπόλαιος

επιπόλαιος translation, επιπόλαιος in english, επιπόλαιος ετυμολογία, επιπόλαιοσ translate, επιπόλαιος τι σημαινει, επιπόλαιος στίχοι, επιπόλαιος συνώνυμο, επιπόλαιος αντωνυμο, επιπόλαιος αντίθετο, επιπόλαιοσ ορισμόσ

Συνώνυμα: επιπόλαιος

βιαστικός, ταχύς, γρήγορος, παλαβός, άστατος, ιδιότροπος, ρηχός, αβαθής, ελαφρός, αυθάδης, κούφος, ελαφρόμυαλος, τυπικός, απρόθυμος, απρόσεκτος, μηχανικός, απερίσκεπτος, αλογάριαστος

Μεταφράσεις: επιπόλαιος

επιπόλαιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frivolous, superficial, shallow, perfunctory, thoughtless, flighty, flippant

επιπόλαιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atolondrado, somero, liviano, superficial, vano, frívolo, superficiales, rutinaria, somera

επιπόλαιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leichtsinnig, leichtfertig, untiefe, seicht, oberflächlich, frivol, flüchtig, oberflächliche, oberflächlichen, perfunctory

επιπόλαιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bas, frivole, futile, extérieur, bas-fond, simpliste, plat, superficiel, évaporé, étourdi, basse, léger, sommaire, superficielle, pure forme, de pure forme

επιπόλαιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frivolo, superficiale, leggero, circostanza, meccanico, sbrigativo, sommaria

επιπόλαιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deva, baixo, espantar, amedrontar, raso, superficial, negligente, normando, perfunctória, perfunctório

επιπόλαιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondiep, frivool, vluchtig, oppervlakkig, lichtzinnig, wuft, licht, plichtmatig, plichtmatige, minimalistischer, oppervlakkige

επιπόλαιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мелководный, наносной, аллювиальный, пустой, незначительный, мельчайший, легкомысленный, мелеть, отмель, пустоголовый, поверхностный, бессодержательный, ветреный, мель, фривольный, неглубокий, поверхностный характер, поверхностным, небрежно, формальным

επιπόλαιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overfladisk, grunne, grunn, perfunctory

επιπόλαιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grund, summarisk, perfunctory, slentrianmässiga, nonchalant, rutinmässig

επιπόλαιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matala, madaltua, pintapuolinen, häilyvä, vähäpätöinen, pinnallinen, häilyväinen, ylimalkainen, joutava, madaltaa, matalikko, innoton, muodon vuoksi, rutiini, pintapuolisesti

επιπόλαιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, forfængelig, overfladiske, overfladisk, ligegyldig, pro forma, lemfældigt

επιπόλαιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mělký, lehkovážný, vnějškový, zběžný, slabý, lehkomyslný, mělčina, povrchní, povrchový, jen formální, zběžně

επιπόλαιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płycizna, spłycać, powierzchniowy, płytki, pobieżny, lekkomyślny, niepoważny, niegłęboki, powierzchowny, błahy, bezmyślny, spłycieć, frywolny, miałki, niedbała, pobieżne, zdawkowe

επιπόλαιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszínes, sekély, frivol, felületes, hanyag, gondatlan

επιπόλαιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstünkörü, yüzeysel, formalite icabı, perfunctory, üstünkörü bir

επιπόλαιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зовнішній, порожній, незначний, фривольний, порожньою, дрібний, поверхнева, неглибокий, алювіальний, мілкий, поверхневий, поверховий

επιπόλαιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cekët, i përciptë, sa për formë, përciptë, sipërfaqësor, sipërfaqshëm

επιπόλαιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мела, повърхностен, формален, нехаен, небрежно, формалния

επιπόλαιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкi, павярхоўны, паверхневы, павярхоўная, павярхоўнае

επιπόλαιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kergemeelne, madal, frivoolne, pinnapealne, pealiskaudne, pindmine, pealiskaudseks, Pintapuolinen, Innoton

επιπόλαιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
površinski, nestašan, neozbiljan, površan, plitak, plitkog, površno, površna, aljkav, nepažljiv

επιπόλαιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunnur, perfunctory

επιπόλαιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsainus, paviršutiniškas, Formalumai, neatidus, Nepaiso

επιπόλαιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paviršs, pavirša, vienīgi tehnisks, nevērīgs

επιπόλαιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несовесен, е површно, површно, механичка

επιπόλαιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frivol, superficial, superficială, formală, superficiale, de mântuială

επιπόλαιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plitev, površna, Površan

επιπόλαιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povrchní, frivolní, povrchné, povrchný, povrchná, povrchnej, povrchnú
Τυχαίες λέξεις