Ατενίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: ατενίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fissare, guardare, fissarlo, fissarla, fissarmi
Ατενίζω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατενίζω

ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ατενίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αταραξία στα ιταλικά - quiete, pacatezza, tranquillità, quietismo, il quietismo, quietism, quietista
  • ατελιέ στα ιταλικά - officina, laboratorio, studio, Monolocale, studio di, in studio, da studio
  • ατζαμής στα ιταλικά - goffo, inetto, impacciato, incapace, scomodo, sgraziato, maldestro, ...
  • ατημέλητος στα ιταλικά - trasandato, in, nel, a, nella, di
Τυχαίες λέξεις
Ατενίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fissare, guardare, fissarlo, fissarla, fissarmi