Σπιλώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: σπιλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insozzare, deturpare, infangato, macchiato, besmirched, infangata, sporcato
Σπιλώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπιλώνω

σπιλώνω λεξικο, σπιλώνω ετυμολογία, σπιλώνω συνώνυμα, σπιλώνω συνώνυμο, σπιλώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, σπιλώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σπιθαμή στα ιταλικά - spanna, campata, intervallo, durata, periodo
  • σπιθοβολώ στα ιταλικά - favilla, scintilla, scintillare, spithovolo
  • σπινθηροβόλος στα ιταλικά - attimo, momento, istante, scintillante, scintillating, scintillanti, sfavillante
  • σπιρουνίζω στα ιταλικά - sprone, spronare, sperone, spirounizo
Τυχαίες λέξεις
Σπιλώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: insozzare, deturpare, infangato, macchiato, besmirched, infangata, sporcato