Λέξη: θέρμη

Σχετικές λέξεις: θέρμη

θέρμη παοκ, θέρμη μυτιλήνης, θέρμη θεσσαλονίκης, θέρμη συνώνυμα, θέρμη θεσσαλονίκη, θέρμη θεσσαλονίκης χάρτης, θέρμη τ κ, θέρμη αντωνυμο, θέρμη σερρών, θέρμη χάρτης

Συνώνυμα: θέρμη

ένθερμος

Μεταφράσεις: θέρμη

θέρμη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fever, ardour, fervor, Thermi, warmth, strongly, warmly

θέρμη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ardor, fiebre, calentura, fervor, el fervor, celo, un fervor

θέρμη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hitze, fieberartig, überschwang, fieber, begeisterung, Leidenschaft, Inbrunst, Eifer, Glut, Begeisterung

θέρμη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ivresse, zèle, fougue, fièvre, flamme, chaleur, ardeur, ferveur, la ferveur, de ferveur, une ferveur

θέρμη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
febbre, fervore, ardore, il fervore, di fervore

θέρμη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
febre, busque, chama, fervor, ardor, o fervor, entusiasmo

θέρμη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koorts, ijver, vuur, vurigheid, elan, heftigtheid

θέρμη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
озноб, пылкость, жара, воодушевление, пыл, горячка, горячность, ретивость, пламенность, жар, зной, лихорадка, страсть, задор, рвение, страстность, пафос

θέρμη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feber, inderlighet, glød, fervor, iver, gløden

θέρμη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
feber, glöd, fervour, iver, fervor, innerlighet

θέρμη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vimma, kuume, intohimo, vimmaisuus, into, kiihkeys, fervor, kiihko, kiihkoilun, kiihkon

θέρμη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
feber, iver, inderlighed, glød, fanatisme, ildhus

θέρμη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vřelost, zanícení, žár, horečka, zápal, teplo, horlivost, zanícenost, vroucnost

θέρμη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
febra, gorączka, zapał, żar, rozgorączkowanie, żarliwość, gorliwość, ferwor

θέρμη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
láz, felajzottság, buzgalom, lelkesedés, buzgalommal, hévvel, szenvedéllyel

θέρμη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şevk, coşku, fervor, hararet, gayret

θέρμη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запал, жар, запопадливість, пристрасть, лихоманка, поривання

θέρμη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ethe, entuziazëm, afsh, entuziazmi, nxehtësi, zelli

θέρμη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плам, страст, жар, ревност

θέρμη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запал, пыл, імпэт, пал

θέρμη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palavik, tulisus, kirg, ootuspalavik, palavikuhoog, kirglikkus, innukuse, innukus, innukusega

θέρμη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usrdnost, žestina, groznica, vatrenost, zanos, žar, gorljivost, žarom, žara

θέρμη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kapp, fervor, ákafi

θέρμη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karštis, karštligė, drugys, patosas, Aistra, karštumas, Ferwor, karščiavimasis

θέρμη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzbudinājums, drudzis, satraukums, aizrautība, dedzība, degsme, dedzīgums, kaislība, kvēle

θέρμη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
треската, занес, страст, жар, жестокост, плам

θέρμη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
febră, zel, fervoare, fervoarea, ardoare, râvnă

θέρμη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gorečnost, vnemo

θέρμη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horúčka, zápal, zápalnú obeť, zápalnú

Στατιστικά δημοτικότητας: θέρμη

Τυχαίες λέξεις