Τοποθεσία στα ιταλικά

Μετάφραση: τοποθεσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
circostanza, postazione, posizione, sito, situazione, intenzione, ubicazione, atteggiamento, posto, portamento, Località, Ubicazione, luogo, di posizione
Τοποθεσία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τοποθεσία

τοποθεσία καλάγια, τοποθεσία / ταχ.κώδικας, τοποθεσία google, τοποθεσία πλοίων, τοποθεσία στο facebook, τοποθεσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, τοποθεσία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • τοπογράφος στα ιταλικά - ispettore, perito, agrimensore, geometra, topografo
  • τοποθέτηση στα ιταλικά - ubicazione, postazione, collocazione, collocamento, posizionamento, stage, il posizionamento
  • τοποθετώ στα ιταλικά - mettere, atteggiamento, postazione, intenzione, piazzare, portamento, posare, ...
  • τορνευτής στα ιταλικά - tornitore, Turner, di Turner, paletta
Τυχαίες λέξεις
Τοποθεσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: circostanza, postazione, posizione, sito, situazione, intenzione, ubicazione, atteggiamento, posto, portamento, Località, Ubicazione, luogo, di posizione