Λέξη: κάσα
Σχετικές λέξεις: κάσα
κάσα μανομέτρων, κάσα πόρτας, κάσα ρολογιού, κάσα μπινί, κάσα κάλντα ξενώνας, κάσα μανόμετρου, γκρανκάσα, κάσα ντι λέμνου, κάσα ονειροκρίτης
Συνώνυμα: κάσα
κασετίνα, φέρετρο, πυξίδα, μικρό κιβώτιο
Μεταφράσεις: κάσα
κάσα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
box, coffin, casket, frame, casing, pot, the frame
κάσα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
baúl, caja, féretro, boxear, estuche, ataúd, arca, cofre, urna, ataúd de
κάσα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
packen, schachtel, verpacken, gehäuse, boxen, glotzkiste, sarg, box, dose, kiste, büchse, glotze, kasten, totenschrein, Schatulle, Sarg, Kästchen, casket
κάσα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boxez, boxer, boxons, boite, coffre, buis, bahut, carton, cercueil, boîte, loge, bière, caisse, boxent, coffret, cassette, urne, écrin
κάσα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scatola, feretro, palco, cassa, bara, cofanetto, scrigno, urna, casket
κάσα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caixão, caixa, encaixar, ataúde, esquife, coxear, féretro, urna, caixão de, casket, o caixão
κάσα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doodkist, slof, boksen, kist, doos, kistje, casket, doodskist, kist van
κάσα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гроб, втулка, кабина, ларец, сундук, домик, запирать, стойло, кончить, бокс, урна, шкатулка, самшит, козлы, удар, букс, шкатулки, шкатулку
κάσα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bokse, kiste, kisten, skrin, casket, skrinet
κάσα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
likkista, lår, skrin, ask, låda, kista, kistan, casket, casketen
κάσα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paketoida, nyrkkeillä, laatikoida, arkku, soppi, kotelo, kirstu, rasia, pakki, ruumisarkku, lipas, casket, arkun
κάσα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dåse, kiste, kasse, kisten, casket, skrin, skrinet
κάσα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bedna, truhla, schránka, boxovat, krabice, facka, rakev, pouzdro, dóza, zimostráz, lóže, rohovat, truhlík, skříňka, škatule, etue, rakve
κάσα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrzynia, pudełeczko, boks, pudełko, uderzenie, skrzynka, bukszpan, puzderko, pudło, loża, odosobnić, trumna, uderzać, ramka, buda, boksować, szkatułka, kasetka, szkatuła, kaseta, casket
κάσα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bukszus, koporsó, doboz, páholy, érckoporsó, koporsót, ládikót, szelence
κάσα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tabut, sandık, kutu, casket, Tabutun, bir tabut
κάσα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
домовина, труна, кухоль, цапи, домовину, гуртка, запихати, замикати, труну, будка, шкатулка, скринька
κάσα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arkivol, kuti, arkivoli, arkivol të
κάσα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ковчег, гроб, ковчеже, ковчега, ковчега на, ковчежето
κάσα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шкатулка, скрыначка, скарбонка
κάσα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puusärk, kast, kirst, pukspuu, kirstu, tuhastamiskirst, laegas
κάσα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijes, kutijici, kovčeg, šamar, okvir, sanduk, lijesa, lijes je
κάσα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kista, kassi, baukur, dós, casket, kistu
κάσα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
boksas, smūgis, dėžė, dėžutė, karstas, casket, brangenybių dėžutė, Kasetka
κάσα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kārba, kaste, zārks, lādītes, zārkā, šķirstiņš
κάσα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ковчег, ковчеже, ковчегот, ковчег во
κάσα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cutie, sicriu, casetă, casket, sicriul
κάσα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
škatla, skrinjica, dóza, bedna, políčko, rakev, bednika, krsto, casket, Kovčeg, krsta
κάσα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dóza, debna, políčko, rakva, rakvu, truhlu, rakev