Λέξη: συμβιβαστικός
Συνώνυμα: συμβιβαστικός
διαλλακτικός, συμφιλιωτικός, βολικός, υποχρεωτικός
Μεταφράσεις: συμβιβαστικός
συμβιβαστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conciliatory, reconciliatory, accommodating
συμβιβαστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conciliatorio, conciliador, conciliadora, conciliatoria, conciliación
συμβιβαστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versöhnlich, versöhnlichen, versöhnliche, versöhnlicher, versöhnlichere
συμβιβαστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conciliant, conciliatoire, conciliante, conciliation, de conciliation
συμβιβαστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conciliativo, conciliante, concilianti, conciliatorio, di conciliazione
συμβιβαστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conciliatório, conciliador, conciliatória, conciliadora, conciliação
συμβιβαστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzoenend, verzoenende, verzoeningsgezinde, verzoeningsgezind, conciliatory
συμβιβαστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
согласительный, соглашательский, примирительный, примиренческий, примирительно, примирительной, примирительную, примирительным
συμβιβαστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsonlig, forson, forsonende, forsonlige, forsoningens
συμβιβαστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medlande, försonlig, försonande, försonliga, försonligt
συμβιβαστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sopuisa, sovitteleva, sovittelevaa, sovittelevan, sovittelevia, sovittelevasta
συμβιβαστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsonende, forsonlig, imødekommende, forsonlige, forsonligt
συμβιβαστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smířlivý, smírný, smířlivě, smířlivé, smírčí, smířlivější
συμβιβαστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ugodowy, pojednawczy, pojednawcze, ugodowe, pojednawczo
συμβιβαστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
békekülönítmény, békülékeny, egyeztető, békéltető, békítő, megbékélés
συμβιβαστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzlaştırıcı, uzlaşmacı, uzlaşmacı bir, uzlaştırıcı bir, yatıştırıcı
συμβιβαστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примирливий, примирення, примирливу, компромісний
συμβιβαστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pajtues, pajtuese, pajtueshme, pajtimi, pajtues i
συμβιβαστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстъпчив, помирителен, примирителен, отстъпчива, помирително
συμβιβαστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымірэнчы
συμβιβαστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leplik, lepitav, lepitava, lepitavat, lepitaja
συμβιβαστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomirljiv, pomirljivo, pomirljivija, pomirbeni, pomirljiva
συμβιβαστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svf, conciliatory
συμβιβαστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taikinamasis, susitaikėliškas, taikstomasis, sutaikantis, susitaikėliškumu
συμβιβαστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
samierinošs, samierinoša, Samierinošāka, samiernieciskas
συμβιβαστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
помирувачки, помирлив, помирувачкиот, помирување, посмирувачки
συμβιβαστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conciliant, conciliantă, conciliere, de conciliere, conciliatoare
συμβιβαστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spravljiv, spravljivi, spravljivo
συμβιβαστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmierlivý, uspokojujúci