Τοποθεσία στα δανικά
Μετάφραση: τοποθεσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sted, plads, beliggenhed, placering, Beliggenhed, placeringen, Location
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τοποθεσία
τοποθεσία καλάγια, τοποθεσία / ταχ.κώδικας, τοποθεσία google, τοποθεσία πλοίων, τοποθεσία στο facebook, τοποθεσία λεξικό γλώσσας δανικά, τοποθεσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- τοπογράφος στα δανικά - landmåler, landinspektør, inspektør, skibsinspektør, surveyor
- τοποθέτηση στα δανικά - placering, placeringen, anbringelse, emission, anbringelsen
- τοποθετώ στα δανικά - stille, hjem, lægge, beliggenhed, mængde, tilberede, plads, ...
- τορνευτής στα δανικά - turner, Vender, Turners, drejerværksted, Drejeren
Τυχαίες λέξεις
Τοποθεσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sted, plads, beliggenhed, placering, Beliggenhed, placeringen, Location
Μεταφράσεις: sted, plads, beliggenhed, placering, Beliggenhed, placeringen, Location