Καμώματα στα λιθουανικά

Μετάφραση: καμώματα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
didžiuotis, afektacija, puikavimasis
Καμώματα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καμώματα

καμώματα συνωνυμα, καμώματα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καμώματα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καμπυλώνω στα λιθουανικά - vingis, kreivė, lankstas, linkis, kreivės, kreives, kreivių
  • καμπύλη στα λιθουανικά - lankstas, linkis, kreivė, vingis, kreivės, kreivę, kreive
  • κανάλι στα λιθουανικά - kanalas, kanalo, kanalų, kanale, kanalą
  • κανάτα στα λιθουανικά - ąsotis, Ąsočiuose, ąsotėlis, pasodinti į kalėjimą, kepti
Τυχαίες λέξεις
Καμώματα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: didžiuotis, afektacija, puikavimasis