Λέξη: καράτι

Σχετικές λέξεις: καράτι

καράτι (καθαρότητα), καράτι γραμμάρια, 1 καράτι, καράτι χρυσού, καράτι διαμάντι

Μεταφράσεις: καράτι

καράτι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carat, carat is, a carat

καράτι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quilate, quilates, en quilates, quilates de

καράτι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
karat, Karat, karätiger, karätigem, Karat mit

καράτι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carat, carats, carat de

καράτι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carato, carati, carat, in carati, carati di

καράτι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quilate, quilates, carat, quilates de, quilate de

καράτι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karaat, karaats, carat, caraat

καράτι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карат, карата, каратного, каратах

καράτι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karat, carat, karat hvitt, karats

καράτι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karat, karats, carat

καράτι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karaatti, karaatin, carat, karaatin tav, karaattia

καράτι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
karat, carat, karat alm

καράτι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
karát, karátové, karátový, karátového, carat

καράτι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karat, karatowego, carat, karatowym, karatach

καράτι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karát, Carat, karátos, a Carat

καράτι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırat, Karat, Carat, ayar, karatlık

καράτι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карат, каратів, карата

καράτι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karat, karatësh, karatë, Kara, Kara e

καράτι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
карат, каратово, карата, каратов, карати

καράτι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карат, каратаў

καράτι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karaat, karaadise, karaatides

καράτι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karat, Carat, karatnog, karatno, karata

καράτι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Carat, karat

καράτι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karatas, karatų, karatais, ct, karato

καράτι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karāts, karātu, karātos, Carat, prove

καράτι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каратно, карат, карати, каратен, карата

καράτι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carat, carate, în carate, de carate, karate

καράτι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
karát, carat, karatno, karatnega, karat, karatni

καράτι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
karát, karátové, Carat, karátov
Τυχαίες λέξεις