Λέξη: εφεδρεία

Σχετικές λέξεις: εφεδρεία

εφεδρεία τριών ταχυτήτων, εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων εγκύκλιος, εφεδρεία στο δημόσιο 2012, εφεδρεία τι ειναι, εφεδρεία 2012, εφεδρεία στο δημόσιο, εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων 2012, εφεδρεία τελευταία νέα, εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων, εφεδρεία εκπαιδευτικών, εργασιακή εφεδρεία, εφεδρεια, εργασιακη εφεδρεία

Συνώνυμα: εφεδρεία

αναμετάδοση, απόθεμα, επιφύλαξη, έφεδρος

Μεταφράσεις: εφεδρεία

εφεδρεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reserve, backup, redundancy, standby

εφεδρεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reservar, reserva, de reserva, reserva de, reservas, la reserva

εφεδρεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rücklage, reserve, rückstellung, rückhalt, bestellen, reservieren, zurückhaltung, Reserve, Schutzgebiet, buchen

εφεδρεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abstinence, réservent, saillir, continence, provision, revers, remplaçant, réserver, réserve, réservons, garder, stock, discrétion, commander, taciturnité, retenir, réserves, parc, la réserve

εφεδρεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riservatezza, impegnare, riservare, riserbo, prenotare, riserva, di riserva, riserva di, riserve

εφεδρεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reserva, guardar, reservar, ressentir, reserva de, de reserva, reservas, de reservas

εφεδρεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reserveren, bestellen, openhouden, aanvragen, boeken, reserve, bewaren, voorbehoud, intekenen, bespreken, reserveer, reservaat, reserves, reservelijst

εφεδρεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приберечь, сдержанность, отложить, запасать, резервировать, заповедник, заказывать, запас, откладывать, фонд, скрытность, забронировать, задел, изъятие, запасник, заказник, резерв, резерва, резервный

εφεδρεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reserve, reservere, reservat, reservatet

εφεδρεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reservera, reserv, förbehåll, reserven

εφεδρεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varata, vara, pidättyvyys, varaus, reservi, varanto, pidättää, varaukseen, varantoon, varauksesta

εφεδρεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reservere, bestille, anmelde, reserve, reserven, reserver

εφεδρεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyhradit, rezervovanost, rezervovat, odměřenost, šetřit, uschovat, záloha, zachovat, zajistit, ponechat, rezerva, zdrženlivost, zásoba, podržet, výhrada, rezervace, rezervac, rezervní, rezervy

εφεδρεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zastrzeżenie, zarezerwować, zachować, rezerwować, zasób, rezerwowanie, zastrzegać, rezerwat, zapas, rezerwa, odwód, powściągliwość, ograniczenie, rezerwowy, zapasowy

εφεδρεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartaléksereg, óvatosság, tartalék, park, tartalékot, tartalékba, tartalékból

εφεδρεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rezerv, yedek, karşılık, rezervi, yedekler

εφεδρεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зберігання, збереження, обмовка, заповідник, резерв, резерву

εφεδρεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rezervë, rezerva, Rezerva e, i rezervës, e rezervës

εφεδρεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запазвам, резерв, резерват, резервен, резерви, резервна

εφεδρεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэзерв, рэзэрв

εφεδρεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reserveerima, varu, reserv, reservi, reservist, reservide, reservkapitali

εφεδρεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stranka, pričuva, prešućivanje, klijent, prišteda, rezerva, rezervni, rezervat, rezerve, pričuve

εφεδρεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
panta, Reserve, seðlabankinn, áskiljum, áskilja

εφεδρεία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
reservo

εφεδρεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rezervas, rezervo, rezervą, rezervatas, draustinis

εφεδρεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rezerve, rezervju, rezervi, rezervāts, rezervju prasību

εφεδρεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
резерва, резервниот, резерви, резервна, резервни

εφεδρεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezerva, rezervă, rezervație, de rezervă, rezervelor

εφεδρεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rezervirati, rezerva, rezerve, rezerv, rezervat, rezervo

εφεδρεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rezerva, rezervy, rezervu, rezerva sa, bezpečnostná rezerva

Στατιστικά δημοτικότητας: εφεδρεία

Τυχαίες λέξεις