Πανούργος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πανούργος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, klastingas, suktas, Bēdīgs, Chytry
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πανούργος
πανούργος ετυμολογία, πανούργος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πανούργος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πανοσιολογιότατος στα λιθουανικά - panosiologiotatos
- πανουργία στα λιθουανικά - gudrus, Gudrybės, Przebiegłość, Chytrość, Podstępność
- πανσές στα λιθουανικά - našlaitė, gėjus, Pansy, našlaitės, Našlaitėlė
- παντελόνι στα λιθουανικά - kelnės, pants, kelnes, kelnių, kelnaitės
Τυχαίες λέξεις
Πανούργος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gudrus, klastingas, suktas, Bēdīgs, Chytry
Μεταφράσεις: gudrus, klastingas, suktas, Bēdīgs, Chytry