Ταλαντευόμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ταλαντευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klibantis, Chwiejny, Chybotliwy, Neaiškus, Drgający
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταλαντευόμενος
ταλαντευόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ταλαντευόμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ταλαιπωρία στα λιθουανικά - uždavinys, diskomfortas, nemalonus pojūtis, diskomfortą, nepatogumų, diskomforto
- ταλαιπωρώ στα λιθουανικά - diskomfortas, nemalonus pojūtis, diskomfortą, nepatogumų, diskomforto
- ταλαντεύομαι στα λιθουανικά - sūpynės, Swing, posūkio, supynės, svingas
- ταλαντούχος στα λιθουανικά - talentingas, talentingų, talentinga, talentingi, gabus
Τυχαίες λέξεις
Ταλαντευόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: klibantis, Chwiejny, Chybotliwy, Neaiškus, Drgający
Μεταφράσεις: klibantis, Chwiejny, Chybotliwy, Neaiškus, Drgający