Λέξη: κυρτός

Σχετικές λέξεις: κυρτός

κυρτός συνδυασμός, κυρτός φακός, κυρτός γραμμικός συνδυασμός, κυρτός καθρέφτης, κυρτός κοίλος

Συνώνυμα: κυρτός

κλίνων, γυρτός, λυγισμένος, στραβωμένος, καμπύλος, ανέντιμος, σκολιός, διεστραμμένος, καμπουριασμένος, στριφτός, καμπούρης

Μεταφράσεις: κυρτός

κυρτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bent, convex, curved, crooked, warped

κυρτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inclinación, convexo, convexa, convexas, convexos, convexa de

κυρτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handfertigkeit, biegen, gebogen, geschicklichkeit, geschick, beugte, gewandtheit, verbiegen, konvex, konvexen, konvexe, konvexer, konvexes

κυρτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vocation, adresse, cambrée, courbâmes, courbure, attrait, prédisposition, cambra, pente, courbée, courbé, cambrâmes, cambrées, affection, cambrés, courbées, convexe, convexes, bombée, bombé

κυρτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
curvo, convesso, convessa, convesse, convessi, bombato

κυρτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curvo, sinuoso, tortuoso, convexo, convexa, convexos, convexas, convex

κυρτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebogen, handigheid, krom, slag, convex, convexe, bolle, bol, convex is

κυρτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изогнутый, краденый, наклонность, пристрастие, склонность, горбатый, призвание, сгорбленный, натяжение, гнутый, луг, согнутый, влечение, жилка, выпуклый, выпуклая, выпуклое, выпуклой, выпуклым

κυρτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbøyelighet, konveks, konvekse, konvekst

κυρτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
böjt, konvex, konvexa, konvext

κυρτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jippo, käyrä, kumara, juju, konsti, kaareva, taito, kupera, kuperan, kuperia, kuperat, kuperien

κυρτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøjet, konveks, konvekse, konvekst

κυρτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohyb, náklonnost, náchylnost, sklon, křivý, konvexní, vypouklé, konvexně, vypouklý, vypouklá

κυρτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakręt, zgięcie, napięcie, zacięcie, sitowie, żyłka, nieuczciwy, ramownica, skłonność, burzan, przekupny, trefny, mietlica, rygiel, wypukły, wypukła, wypukłe, wypukłą, wypukłych

κυρτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajló, konvex, domború

κυρτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dışbükey, konveks, convex, dış bükey, dışbükey bir

κυρτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похилість, вигнутий, луг, донесхочу, крадений, опуклий, випуклий, опукле

κυρτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konveks, konvekse, mysët, e mysët, i mysët

κυρτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпъкнал, изпъкнала, изпъкнали, изпъкналата, изпъкнало

κυρτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выпуклы, пукаты, выпуклую, выпуклость, з пукатаю паверхняю

κυρτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väändunud, kummargil, kumer, kumera, kumerad, ümarad, kumeraid

κυρτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savijen, upokoriti, sklonost, konveksan, konveksni, konveksna, konveksne, konveksno

κυρτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boginn, kúpt, kúptar, ávöl, kúptur, kúptir

κυρτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išgaubtas, išgaubti, išgaubta, Iškilioji, išgaubtos

κυρτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izliekts, izliekta, izliektas, izliekti, izliektiem

κυρτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конвексни, конвексен, конвексна, конвексно, искривено

κυρτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndemânare, convex, convexă, convexe, convexa

κυρτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklonil, izbočeno, konveksno, konveksni, izbočena, izbočene

κυρτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohnutý, sklonil, konvexné, konvexný, konvexná, vypuklé, vyklenuté
Τυχαίες λέξεις