Άψογα στα ολλανδικά

Μετάφραση: άψογα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlekkeloos, brandschoon
Άψογα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άψογα

άψογα συνώνυμο, άψογα συνώνυμα, άψογα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άψογα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άχτι στα ολλανδικά - rancune, wrok, haatdragendheid, wraakzucht, wraakgierigheid, Grudge, wrok koesteren, ...
  • άχυρο στα ολλανδικά - stro, strooien, rietje, van stro, het stro
  • άψογος στα ολλανδικά - vlekkeloos, onberispelijk, vlekkeloze, onberispelijke, foutloos
  • άψυχος στα ολλανδικά - levenloos, levenloze, lifeless, futloos, dode
Τυχαίες λέξεις
Άψογα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vlekkeloos, brandschoon