Λέξη: συναρπαστικός
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα
Συνώνυμα: συναρπαστικός
απατηλός, ερεθιστικός, παρακινητικός
Μεταφράσεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exhilarating, exciting, catchy, enthralling, fascinating, thrilling
συναρπαστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emocionante, excitante, apasionante, interesante, emocionantes
συναρπαστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anregend, erheiternd, aufregend, spannend, spannende, spannenden, aufregenden
συναρπαστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
joyeux, vivifiant, passionnant, excitant, passionnante, excitante, excitation
συναρπαστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emozionante, eccitante, entusiasmante, interessante, stimolante
συναρπαστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emocionante, excitante, empolgante, interessante, emocionantes
συναρπαστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opwindend, spannende, opwindende, spannend, de opwindende
συναρπαστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возбужденный, веселый, захватывающий, захватывающим, захватывающее, захватывающая, захватывающей
συναρπαστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spennende, praktisk
συναρπαστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spännande
συναρπαστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jännittävä, jännittävää, jännittäviä, jännittävän, jännittävään
συναρπαστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spændende, spændende by
συναρπαστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
radostný, vzrušující, zajímavé, vzrušujícím, napínavý
συναρπαστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
radosny, ekscytujący, emocjonujący, podniecający, pasjonujący, ekscytujące
συναρπαστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izgalmas, izgalmasnak ígérkező, az izgalmasnak ígérkező, az izgalmas, izgalmasabb
συναρπαστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heyecan verici, heyecanlı, heyecan verici bir, heyecan, verici
συναρπαστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захоплюючий, захопливий, захоплює, захоплююча
συναρπαστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngacmues, emocionuese, mrekullueshme, të mrekullueshme, e emocionuese
συναρπαστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка
συναρπαστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захапляльны
συναρπαστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeltülendav, põnev, põneva, põnevaid, põnevale, põnevat
συναρπαστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzbudljiv, uzbudljivo, uzbudljiva, uzbudljive, uzbudljivije
συναρπαστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spennandi
συναρπαστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įdomus, jaudinantis, įdomu, įdomi, įdomių
συναρπαστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizraujoši, aizraujoša, aizraujošs, aizraujošu, aizraujošas
συναρπαστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возбудливи, возбудливо, возбудлива, интересен, возбудлив
συναρπαστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excitant, captivant, interesant, incitant, interesanta
συναρπαστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razburljivo, vznemirljivo, razburljiv, zanimivo, razburljiva
συναρπαστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radostný, vzrušujúce, vzrušujúci, vzrušujúcu, vzrušujúca, vzrušujúcej
Τυχαίες λέξεις