Αίτηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanwending, toepassing, aanvraag, sollicitatie, applicatie, verzoek
Αίτηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αίτηση

αίτηση για το κοινωνικό μέρισμα, αίτηση κοινωνικού μερίσματος, αίτηση προτίμησης, αίτηση θεραπείας, αίτηση για κοινωνικό μέρισμα 2014, αίτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αίτηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αίσθημα στα ολλανδικά - impressie, indruk, gevoel, zintuig, belichting, sensatie, betasten, ...
  • αίσθηση στα ολλανδικά - grootmeester, klapstuk, sensatie, gewaarwording, gevoel, zin, zintuig, ...
  • αβάκιο στα ολλανδικά - abacus, telraam, tel raam, het telraam
  • αβέβαιος στα ολλανδικά - onbepaald, onzeker, onzekere, zeker, onzeker is, onzekerheid
Τυχαίες λέξεις
Αίτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanwending, toepassing, aanvraag, sollicitatie, applicatie, verzoek