Λέξη: γενικά
Σχετικές λέξεις: γενικά
γενικά αρχεία του κράτους, γενικά συνώνυμα, γενικά κληροδοτήματα υπέρ της εκπαιδεύσεως, γενικά αρχεία του κράτουσ ιωάννινα, γενικά αρχεία του κράτους μαγνησίας, γενικά ηλεκτρονικά, γενικά η γυναίκα είναι' ένα σκουλήκι που σέρνεται η κόρη του ψεύδους ο εχθρός της ειρήνης, γενικά αρχεία του κράτους θεσσαλονίκη, γενικά πολεοδομικά σχέδια, γενικά βιομηχανικά έξοδα
Συνώνυμα: γενικά
γενικώς, εντελώς, κατά ολοκληρίαν
Μεταφράσεις: γενικά
γενικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generally, broadly, general, in general, is generally
γενικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
generalmente, en general, general, lo general
γενικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überhaupt, gewöhnlich, allgemein, im Allgemeinen, generell, üblicherweise
γενικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
généralement, ordinairement, communément, général, en général, générale, manière générale
γενικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generalmente, generale, genere, in generale, in genere
γενικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generalizar, geralmente, geral, em geral, modo geral
γενικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorgaans, gewoonlijk, algemeen, over het algemeen, in het algemeen, het algemeen
γενικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
общо, обыкновенно, большинством, обычно, вообще, в целом, как правило, правило, целом
γενικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanligvis, generelt, regel, som regel
γενικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanligen, allmänt, allmänhet, generellt, i allmänhet, vanligtvis
γενικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleisesti, ylipäänsä, ylimalkaan, useimmiten, yleensä, yleisesti ottaen, tavallisesti, yleisemmin
γενικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
generelt, normalt, almindelighed, i almindelighed, almindeligvis
γενικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpravidla, obyčejně, obvykle, všeobecně, obecně, většinou
γενικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powszechnie, generalnie, ogólnie, ogólnikowo, zwykle, zazwyczaj, najczęściej
γενικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általában, általánosan, általánosságban, általános, általában a
γενικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genellikle, genel, genel olarak, genelde
γενικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звичайно, узагалі, загалом, широко, широко-широко, в, у, до, на
γενικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjithësisht, përgjithësi, në përgjithësi, zakonisht, përgjithësisht të
γενικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общо, обикновено, цяло, като цяло, принцип
γενικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ў цэлым
γενικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üldiselt, tavaliselt, üldjuhul, üldisemalt, enamasti
γενικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
općenito, obično, uopće, obični, uglavnom, se općenito, pravilu
γενικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennt, yfirleitt, venjulega, jafnaði, að jafnaði
γενικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastai, apskritai, visuotinai, bendrai, dažniausiai
γενικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parasti, vispār, kopumā, parasti ir, vispārēji
γενικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општо, генерално, генерално се, обично
γενικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în general, general
γενικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
splošno, na splošno, praviloma, običajno, splošnem
γενικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obvykle, zvyčajne, obyčajne, bežne, spravidla