Λέξη: μακρόστενο

Σχετικές λέξεις: μακρόστενο

μακρόστενο σαλόνι, μακρόστενο πρόσωπο, μακρόστενο μπάνιο, μακρόστενο καθιστικό

Μεταφράσεις: μακρόστενο

μακρόστενο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oblong, elongated, rectangular, long and narrow

μακρόστενο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rectangular, oblongo, oblonga, oblongas, alargada

μακρόστενο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechteck, rechteckig, länglich, Lang, länglichen, längliche, länglicher

μακρόστενο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rectangle, allongé, longitudinal, oblong, oblongue, oblongues, oblongs, forme oblongue

μακρόστενο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rettangolo, rettangolare, oblungo, oblunga, oblunghe, allungata, oblunghi

μακρόστενο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oblongo, oblonga, oblongas, oblongos, retangular

μακρόστενο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig

μακρόστενο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолженный, прямоугольный, удлиненный, продолговатый, вытянутый, продолговатые, продолговато, продолговатой, продолговатая

μακρόστενο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlang, avlange, avlangt

μακρόστενο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlång, avlånga, avlångt, ovala, avlanga

μακρόστενο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pitkulainen, pitkänomainen, soikeiden, pitkulaisia, pitkänomaisia

μακρόστενο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aflange, aflang, aflangt

μακρόστενο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obdélník, podélný, protáhlý, podlouhlý, obdélný, obdélníkový, podlouhlé, podlouhle

μακρόστενο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podłużny, prostokątny, podługowaty, prostokąt, podłużne, podłużna

μακρόστενο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
téglalap, hosszúkás, hosszúkás alakú, téglalap alakú, ovális

μακρόστενο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikdörtgen, oblong, uzunlamasına, uzunca, dikdörtgen şeklinde

μακρόστενο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прямокутний, довгастий, здовжений, продовгуватий

μακρόστενο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zgjatur, zgjatur, drejtkëndësh

μακρόστενο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продълговат, продълговати, продълговата, продълговато

μακρόστενο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даўгаваты, прадаўгаваты, прадаўгаватую, падоўжаны, прылаўку прадаўгаватую

μακρόστενο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljavenitatud, piklik, pikergune, piklikud, pikliku, pikergused, pikergust

μακρόστενο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
duguljast, duguljasto, duguljasti, izdužen, pravougaonika

μακρόστενο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aflangur, ílöng, ílangar, aflangar, aflöng

μακρόστενο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pailgas, pailgos, pailga, pailgi

μακρόστενο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garens, iegarenas, iegarena, iegareni, garenas

μακρόστενο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
триаголник, издолжени, долгнавести, правоаголна

μακρόστενο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alungit, alungite, alungită, oblong, formă alungită

μακρόστενο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podolgovata, podolgovate, podolgovat, podolgovato, podolgovatih

μακρόστενο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podlhovastý, podlhovastá, predĺžený, pozdĺžny, podlhovastého
Τυχαίες λέξεις