Αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγριοκοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glans, schittering, verblinding, glare, schitteringen
Αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγριοκοιτάζω

αγριοκοιτάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγορεύω στα ολλανδικά - pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
  • αγράμματος στα ολλανδικά - ongeletterd, onkundig, onontwikkeld, analfabeet, ongeletterde, analfabeten, analfabete
  • αγροίκος στα ολλανδικά - hardhandig, lomp, primitief, cru, ruw, bot, grof, ...
  • αγροικία στα ολλανδικά - boerenwoning, boerderij, agriturismo, landhuis
Τυχαίες λέξεις
Αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: glans, schittering, verblinding, glare, schitteringen