Αγριοκοιτάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αγριοκοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spindėjimas, žibėti, žybsėti, lygus ir permatomas, bliksėti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγριοκοιτάζω
αγριοκοιτάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αγριοκοιτάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αγορεύω στα λιθουανικά - teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti
- αγράμματος στα λιθουανικά - neraštingas, beraštis, neraštingi, neraštingais
- αγροίκος στα λιθουανικά - šiurkštus, neišauklėtas, Prostaczkowaty, Chłopski, Neaptēsts, Chamski
- αγροικία στα λιθουανικά - troba, Farmhouse, Kaimo turizmas, sodyba, ūkininko gyvenamasis namas
Τυχαίες λέξεις
Αγριοκοιτάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spindėjimas, žibėti, žybsėti, lygus ir permatomas, bliksėti
Μεταφράσεις: spindėjimas, žibėti, žybsėti, lygus ir permatomas, bliksėti