Αιθάλη στα ολλανδικά
Μετάφραση: αιθάλη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roet, roet-, van roet, roetdeeltjes, het roet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιθάλη
αιθάλη υγεία, αιθάλη τζάκι, αιθάλη χημικόσ τύποσ, αιθαλομίχλη αιθάλη, αιθάλη ετυμολογία, αιθάλη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιθάλη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αθώωση στα ολλανδικά - vrijspraak, vrijgesproken, een vrijspraak, de vrijspraak, acquittal
- αιγίδα στα ολλανδικά - auspiciën, auspiciën van, kader, toezicht, leiding
- αιλουροειδής στα ολλανδικά - katachtig, katachtige, katten, feline, kat
- αιματηρός στα ολλανδικά - bloedig, bloedige, bloederige, bloederig, bloody
Τυχαίες λέξεις
Αιθάλη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roet, roet-, van roet, roetdeeltjes, het roet
Μεταφράσεις: roet, roet-, van roet, roetdeeltjes, het roet