Λέξη: δικανικός

Σχετικές λέξεις: δικανικός

δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός ετυμολογία, forensic δικανικός

Συνώνυμα: δικανικός

ρητορικός, δικαστικός

Μεταφράσεις: δικανικός

δικανικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forensic, judicial, juridical, a forensic

δικανικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
judicial, forense, forenses, forense de

δικανικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerichtlich, forensische, forensischen, forensischer, Forensik

δικανικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médico-légal, critique, judiciaire, légal, légale, légiste

δικανικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudiziario, giudiziale, forense, legale, forensi, medicina legale, forensic

δικανικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forense, judicial, forenses, forensic

δικανικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gerechtelijk, forensische, forensisch, gerechtelijke, de forensische

δικανικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
способный, рассудительный, критический, нелицеприятный, судебный, законный, судейский, процессуальный, непредубежденный, непредвзятый, критичный, беспристрастный, судебно, судебная, судебной

δικανικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettslig, rettsmedisinske, retts, rettsmedisinsk, rettsmedisin, kriminal

δικανικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
forensic, rättsmedicinsk, kriminaltekniska, kriminalteknisk, rättsmedicinska

δικανικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudellinen, oikeuden, lainopillinen, harkittu, oikeusopillinen, rikosteknisen, oikeuslääketieteen, rikosteknisten, oikeuslääketieteelliset

δικανικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retsmedicinsk, retsmedicinske, kriminaltekniske, kriminalteknisk, retskemiske

δικανικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soudní, kritický, soudcovský, justiční, forenzní, Forensic, forenzních, soudním

δικανικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sądowniczy, sądowy, sprawiedliwy, sędziowski, prawniczy, krytyczny, kryminalistycznych, medycyny sądowej, sądowej, sądowa

δικανικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvényszéki, igazságügyi, kriminalisztikai, a törvényszéki, igazságügyi szakértői

δικανικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adli, adli tıp, Forensic, Adlî

δικανικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судовий, судочинства, судову, судова, судового

δικανικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjeko-ligjor, mjekësisë ligjore, mjeko, i mjekësisë ligjore

δικανικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдебен, съдебномедицински, съдебномедицинска, криминалистиката

δικανικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
судовы, судовую, судовая

δικανικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtulik, kohtu-, kohtuekspertiisi, kriminalistika, kohtumeditsiini, kohtumeditsiinilise

δικανικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudski, forenzički, forenzičke, forenzička, forenzične

δικανικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
réttar, Forensic

δικανικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teismo, teismo ekspertizės, teismo medicinos, kriminalistikos, ekspertizės

δικανικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kriminālistikas, tiesu, tiesu medicīnas, tiesu ekspertīžu, Forensic

δικανικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судска медицина, форензички, форензичар, форензичка, форензичката

δικανικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
juridic, criminalistice

δικανικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
forenzična, forenzični, forenzične, forenzičnega, forenzično

δικανικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sodní, forenznú, forenznej, forenzné, súdnej, forenzná
Τυχαίες λέξεις