Ακριβοδίκαια στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακριβοδίκαια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακριβοδίκαια
ακριβοδίκαια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακριβοδίκαια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακριβέστατα στα ολλανδικά - zeer, erg, heel, bijzonder
- ακριβής στα ολλανδικά - nauwgezet, precies, duidelijk, zorgvuldig, juist, netto, accuraat, ...
- ακριβολογία στα ολλανδικά - zorgvuldigheid, scrupules, nauwgezetheid, de zorgvuldigheid
- ακριβολόγος στα ολλανδικά - zorgvuldig, accuraat, juist, stipt, nauwkeurig, prompt, secuur, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακριβοδίκαια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief
Μεταφράσεις: tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief