Λέξη: ακριβοδίκαια
Μεταφράσεις: ακριβοδίκαια
ακριβοδίκαια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
equitably, fairly, faithfully, a fair
ακριβοδίκαια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bastante, muy, relativamente, justa, justamente
ακριβοδίκαια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerechte, ziemlich, recht, relativ, fair, eher
ακριβοδίκαια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justement, équitablement, assez, relativement, plutôt, équitable
ακριβοδίκαια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbastanza, piuttosto, ragionevolmente, relativamente, equamente
ακριβοδίκαια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
razoavelmente, bastante, relativamente, justa, forma justa
ακριβοδίκαια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief
ακριβοδίκαια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспристрастно, справедливо, довольно, достаточно, весьма, честно
ακριβοδίκαια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nokså, ganske, relativt, forholdsvis, rettferdig
ακριβοδίκαια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ganska, tämligen, relativt, rättvist, rätt
ακριβοδίκαια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
melko, varsin, suhteellisen, oikeudenmukaisesti, kohtalaisen
ακριβοδίκαια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
temmelig, forholdsvis, ret, relativt, nogenlunde
ακριβοδίκαια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spravedlivě, docela, poměrně, dosti, celkem
ακριβοδίκαια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawiedliwie, dość, uczciwie, całkiem, dosyć
ακριβοδίκαια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglehetősen, elég, viszonylag, eléggé, tisztességesen
ακριβοδίκαια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oldukça, adil, dürüstçe, epeyce
ακριβοδίκαια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
справедливо, досить, доволі, достатньо
ακριβοδίκαια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjaft, mjaft të, mënyrë të drejtë, në mënyrë të drejtë, mjaft e
ακριβοδίκαια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сравнително, справедливо, честно, доста, достатъчно
ακριβοδίκαια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даволі, досыць, дастаткова
ακριβοδίκαια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õiglaselt, üsna, suhteliselt, küllaltki, võrdlemisi
ακριβοδίκαια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pošteno, prilično, relativno, dosta, je prilično
ακριβοδίκαια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkuð, frekar, tiltölulega, sæmilega, fremur
ακριβοδίκαια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gana, pakankamai, teisingai, sąžiningai, visiškai
ακριβοδίκαια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
godīgi, diezgan, samērā, taisnīgi, visai
ακριβοδίκαια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доста, прилично, праведно, фер, релативно
ακριβοδίκαια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
destul de, destul, corect, relativ, echitabil
ακριβοδίκαια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dokaj, precej, pravično, pošteno, razmeroma
ακριβοδίκαια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spravodlivo, spravodlivým, spravodlivé, spravodlivého, primerane
Τυχαίες λέξεις