Λέξη: διαβόητος

Σχετικές λέξεις: διαβόητος

διαβόητος περιβόητος, διαβόητος σημασια, διαβόητος βικιλεξικο, διαβόητος λεξικο, διαβόητος ορισμός

Συνώνυμα: διαβόητος

τέλειος, ανήκουστος, περιβόητος

Μεταφράσεις: διαβόητος

διαβόητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infamous, notorious, egregious, arrant, notorious in

διαβόητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infame, notorio, notoria, famoso, conocido, famosa

διαβόητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schändlich, schamlos, ruchlos, niederträchtig, verrucht, anrüchig, berüchtigt, notorisch, berüchtigten, berüchtigte, notorischen

διαβόητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infâme, notoire, renommé, connu, ignoble, abject, célèbre, tristement célèbre, fameux, notoires

διαβόητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nefando, infame, noto, famigerato, famoso, famigerata, noti

διαβόητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notório, notória, famoso, notórios, notorious

διαβόητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire

διαβόητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
позорный, отъявленный, общеизвестный, бесславный, бесчестный, известный, позорящий, омерзительный, заведомый, пресловутый, гнусный, пакостный, постыдный, отвратительный, пресловутая, печально, печально известный

διαβόητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beryktet, beryktede, notoriske, notorisk

διαβόητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedrig, ökända, beryktade, ökänd, beryktad, beryktat

διαβόητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katala, pahamaineinen, kunniaton, pahamaineisen, tunnettu, kuuluisa, notorious

διαβόητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berygtet, berygtede, notorisk, notoriske, famøse

διαβόητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hanebný, známý, proslulý, notorický, odporný, bezectný, notoricky známý, notoricky známé, notoricky známá

διαβόητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niecny, wiadomy, niehonorowy, niesławny, sławetny, głośny, nikczemny, osłabiony, wierutny, notoryczny, osławiony, znany

διαβόητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közismert, hírhedt, a hírhedt, leghírhedtebb

διαβόητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayıp, rezil, adı çıkmış, azılı, meşhur, kötü şöhretli, kötü üne sahip

διαβόητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загальновідомий, обмовляти, горезвісний, страшенний, відомий, паплюжити, сумнозвісний, горезвісна, горезвісне, горезвісну

διαβόητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
famëkeq, njohur, të njohur, e njohur, i njohur

διαβόητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прословут, прословутия, прословутата, прословутото, печално известен

διαβόητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праславуты, славуты, праславутае

διαβόητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurikuulus, jõletu, üldtuntud, kurikuulsa, tuntud, kurikuulsat, kurikuulsad

διαβόητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuven, nečastan, nepopravljiv, ozloglašen, poznat, sraman, zloglasne, zloglasni, notorna

διαβόητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alræmdur, alræmd, alræmt, Notorious, alræmdasta

διαβόητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagarsėjęs, žinomi, liūdnai pagarsėjęs, žinomas, pagarsėjusi

διαβόητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēdīgi slavens, pazīstami, pazīstami ar, bēdīgi slavenais, bēdīgi slavenā

διαβόητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
озлогласениот, озлогласената, злогласниот, озлогласен, озлогласени

διαβόητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
notoriu, notorii, cunoscut, notorie, notorietate

διαβόητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zloglasne, razvpit, razvpiti, razvpite, zloglasnih

διαβόητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hanebný, notorický, známy, známe
Τυχαίες λέξεις