Αλληγορία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αλληγορία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
allegorie, gelijkenis, allegorieën, de allegorie
Αλληγορία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλληγορία

αλληγορία ετυμολογία, αλληγορία της άνοιξης, αλληγορία του σπηλαίου του πλάτωνα, αλληγορία του σπηλαίου συμβολισμοι, αλληγορία συνώνυμο, αλληγορία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλληγορία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αλλαγή στα ολλανδικά - stokje, vervanging, gard, aandoen, inschakelen, aansteken, roede, ...
  • αλλεπάλληλος στα ολλανδικά - na, volgende, volgend, onderstaande, volgt
  • αλληγορικός στα ολλανδικά - allegorisch, allegorische, allegorie, de allegorische, zinnebeeldig
  • αλληλεγγύη στα ολλανδικά - solidariteit, saamhorigheid, gemeenschapszin, de solidariteit, solidair, solidaire
Τυχαίες λέξεις
Αλληγορία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: allegorie, gelijkenis, allegorieën, de allegorie