Ανώμαλα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανώμαλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abnormaal, abnormale, een abnormaal, ongewoon
Ανώμαλα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανώμαλα

ανώμαλα παραθετικά στα λατινικά, ανώμαλα ρήματα στα ιταλικά, ανώμαλα ρήματα, ανώμαλα ρήματα αγγλικά ασκήσεις, ανώμαλα ουσιαστικά, ανώμαλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανώμαλα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανύψωση στα ολλανδικά - opvoeding, topje, toppunt, kroon, kruin, piek, vergroting, ...
  • ανώδυνος στα ολλανδικά - pijnloos, pijnloze
  • ανώμαλο στα ολλανδικά - onregelmatig, ruw, ruig, ruwe, Rough, ruige
  • ανώμαλος στα ολλανδικά - abnormaal, onregelmatig, gevlekt, spotty, vlekkerige, slordig
Τυχαίες λέξεις
Ανώμαλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: abnormaal, abnormale, een abnormaal, ongewoon