Λέξη: υπομονετικά

Μεταφράσεις: υπομονετικά

υπομονετικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patiently, patiently for

υπομονετικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pacientemente, con paciencia, paciencia, paciente, pacientemente a

υπομονετικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geduldig, Geduld, geduldig zu, mit Geduld

υπομονετικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patiemment, patience, avec patience, de patience

υπομονετικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pazientemente, pazienza, con pazienza, paziente

υπομονετικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacientemente, paciência, com paciência, paciente

υπομονετικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geduldig, geduldig te, geduldig op

υπομονετικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
терпеливо, терпеливейше, терпением

υπομονετικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tålmodig, tålmodig på, tålmodighet

υπομονετικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tålmodigt, tåligt, tålamod, tålmodigt på, med tålamod

υπομονετικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärsivällisesti

υπομονετικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tålmodigt, tålmodighed, tålmodigt på, taalmodigt

υπομονετικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trpělivě, a trpělivě

υπομονετικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpliwie, cierpliwe, cierpliwością

υπομονετικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
türelmesen, türelemmel

υπομονετικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabırla, sabırlı, sabırlı bir, sabır

υπομονετικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
терпляче, терпеливо

υπομονετικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
durim, me durim, qetësi, durueshëm

υπομονετικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търпеливо, удобна, търпение, търпеливо да

υπομονετικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цярпліва

υπομονετικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannatlikult, kannatlik, läbevalt

υπομονετικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strpljivo, je strpljivo, su strpljivo, strpljivo je

υπομονετικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þolinmóður, þolinmóð, þolinmæði, þolinmóður að, þolinmóður á

υπομονετικά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patienter

υπομονετικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kantriai, kantrūs, kantrus

υπομονετικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pacietīgi, un pacietīgi, pacietību

υπομονετικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трпеливо, стрпливо, трпение, трпеливо да, трпеливо го

υπομονετικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu răbdare, răbdare, răbdător, rabdare, cu rabdare

υπομονετικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrpežljivo, strpno, je potrpežljivo, potrpežljiv, strpljivo

υπομονετικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpezlivo
Τυχαίες λέξεις