Αψίδωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αψίδωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apsidosi
Αψίδωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψίδωση

αψίδωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αψίδωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αχόρταγος στα ολλανδικά - hebzuchtig, gulzig, inhalig, hebzuchtige, gulzige
  • αψίδα στα ολλανδικά - koepel, boog, toog, Arch, de Boog, De Boog van, boog van
  • αψίκορος στα ολλανδικά - apsikoros
  • αψηφώ στα ολλανδικά - trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, ...
Τυχαίες λέξεις
Αψίδωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: apsidosi