Λέξη: ζυγίζω

Σχετικές λέξεις: ζυγίζω

ζυγίζω αγγλικά

Συνώνυμα: ζυγίζω

αίρω, βαρύνω, αναμετρώ, ισορροπώ, ισολογίζω

Μεταφράσεις: ζυγίζω

ζυγίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weigh, heft, the weigh

ζυγίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ponderar, pesar, contemplar, considerar, sopesar, peso, pesaje

ζυγίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewicht, betrachten, wiegen, abwägen, wägen, wiegt, Wiege

ζυγίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pèsent, pesez, pesons, réfléchir, importance, poids, peser, envisager, balance, pesant, pesée, évaluer, pèse

ζυγίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
considerare, pesare, peso, valutare, pesano, pesa

ζυγίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medir, chorar, pesar, abalançar, considerar, pesam, pesa, peso, pesagem

ζυγίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwegen, overwegen, wegen, weegt, weeg, te wegen

ζυγίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оценивать, взвесить, обдумать, взвешиваться, обдумывать, свешать, сниматься, взвешивать, поднимать, сравнивать, отвешивать, развесить, развешивать, тяжесть, весить, тяготить, весят, весите

ζυγίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veie, veier, avveie

ζυγίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väga, väger, väg, avvägning, att väga

ζυγίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
punnita, painaa, punnitaan, painavat, paino

ζυγίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veje, vejer, afveje, vejes, afvejes

ζυγίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tížit, uvažovat, zvážit, hmotnost, těžký, váha, vážit, váží, zváží

ζυγίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciążyć, zważyć, odważyć, waga, rozważać, ważyć, ważą, waży, ważenia

ζυγίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérés, súlya, mérlegelnie, mérjünk, mérlegelni, mérjük

ζυγίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tartmak, ağırlık, ağırlığında, tartın, ağırlığı

ζυγίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушувати, вага, здіймати, важити, важитиме, важитимуть

ζυγίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rëndoj, peshoj, peshojnë, të peshojnë, peshoni

ζυγίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тежа, претегля, претеглят, се претегля, тежи

ζυγίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
важыць

ζυγίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kopsakas, kaalukus, massiivne, kaaluma, kaalutakse, kaaluda, kaaluvad, kaalub

ζυγίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vagati, mjeriti, prosuđivati, težiti, izvagati, izvažite, se vagati

ζυγίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vega, vegur, að vega, vegið, vegin

ζυγίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sverti, pasverti, sveria, svoris, pasveriama

ζυγίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nosvērt, nosver, sver, svars ir, svērt

ζυγίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тежат, тежи, да тежат, ги земат, земат

ζυγίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cântări, cântărește, se cântărește, cântăresc, cântărească

ζυγίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tehtanje, tehtajo, tehta, tehtate, tehtati

ζυγίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vážiť, zvážiť, mať hmotnosť, váži
Τυχαίες λέξεις