Βάπτισμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: βάπτισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doopsel, doop, de doop, dopen, het doopsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάπτισμα
βάπτισμα στον ιορδάνη, βάπτισμα πυρός star, βάπτισμα πυρός στίχοι, βάπτισμα πυρός βήτα πεις, βάπτισμα πυρός, βάπτισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βάπτισμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βάμμα στα ολλανδικά - schakering, nuance, nuancering, tinctuur, tint, tincture
- βάναυσος στα ολλανδικά - vulgair, plat, triviaal, onbenullig, roughneck, olieboorder, de Olieboorder, ...
- βάρβαρος στα ολλανδικά - razend, woest, wild, verbolgen, doldriftig, onmens, barbaars, ...
- βάρκα στα ολλανδικά - boot, schuit, de boot, schip, boat, boot volgen
Τυχαίες λέξεις
Βάπτισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doopsel, doop, de doop, dopen, het doopsel
Μεταφράσεις: doopsel, doop, de doop, dopen, het doopsel