Λέξη: συσκευαστής

Σχετικές λέξεις: συσκευαστής

συσκευαστής κενού αέρος, συσκευαστής αεροστεγούς φύλαξης, συσκευαστής αεροστεγούς, συσκευαστής τροφίμων

Μεταφράσεις: συσκευαστής

συσκευαστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
packer, packager, packer and, packagers

συσκευαστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empaquetador, envasador, embalador, empacador, packer

συσκευαστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
packer, Packer, Verpacker, Packers

συσκευαστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manutentionnaire, emballeur, packer, l'emballeur, conditionneur, garniture d'étanchéité

συσκευαστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imballatore, packer, software di, confezionatore, imballatori

συσκευαστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empacotador, embalador, empacotador de, packer, acondicionador

συσκευαστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
packer, verpakker, pakker, inpakker, pakking

συσκευαστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покер, укладчик, фасовщик, шулер, упаковщик, заготовитель, пакер, Пэкер, пакера, упаковщика

συσκευαστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
packer, pakning, pakningen, paknings

συσκευαστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
packare, förpackare, packer, förpackaren, packaren

συσκευαστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakkaaja, pakkaajan, pakkaajaa, packer, pakkerin

συσκευαστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
packer, pakker, pakningen, pakkeren, emballeringsvirksomhed

συσκευαστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
balič, packer, balírna, pakr, pěch

συσκευαστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opakowanie, pakowaczka, zawijarka, pakowacz, podsadzkarz, paczka, kompresor, pakowarka, packer, pakujący, paker, uszczelniacz

συσκευαστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csomagológép, konzervgyáros, csomagoló, tömörítő, csomagolók, packer, csomagolót

συσκευαστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toptancı, packer, paketleyici, balyalayıcı, paketleyicisi

συσκευαστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заготівник, шулер, пакувальник, упаковщик, пакувальни

συσκευαστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paketues, Paker, Packer, paketues të, makinë paketimi

συσκευαστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опаковчик, почвоуплътнител, пакер, опаковчикът, пакетиращо предприятие

συσκευαστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўпакоўшчык, пакавальнік

συσκευαστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pakkija, pakendaja, pakendajat, packer

συσκευαστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paker, Packer, Punitelj, pakira robu, koja pakira robu

συσκευαστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Packer, pakkanda, Pökkunaraðili

συσκευαστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakuotojas, tankintuvas, pakuotojo, tankintuvo, packer

συσκευαστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saiņotājs, fasētājs, iepakotājs, packer, iesaiņotājs

συσκευαστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пакувач, пакувачот, опаковчик

συσκευαστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambalator, Compresia, program de compresie, packer, compresie

συσκευαστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
packer, pakira, embaler, paker

συσκευαστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balič
Τυχαίες λέξεις