Βουκολικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: βουκολικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herderlijk, landelijk, bucolische, landelijke, bucolic
Βουκολικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουκολικός

βουκολικός ορισμός, βουκολικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βουκολικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βοτανικός στα ολλανδικά - botanisch, botanische, Bloemen en planten, botanica, Botanical
  • βουίζω στα ολλανδικά - snorren, gonzen, brommen, neuriën, gegons, brom
  • βουλή στα ολλανδικά - volksvertegenwoordiging, parlement, huis, woning, house, huis in
  • βουλιάζω στα ολλανδικά - gootsteen, wastafel, zinken, spoelbak, wasbak
Τυχαίες λέξεις
Βουκολικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herderlijk, landelijk, bucolische, landelijke, bucolic