Λέξη: βουκολικός
Σχετικές λέξεις: βουκολικός
βουκολικός ορισμός
Συνώνυμα: βουκολικός
ποιμενικός, ιερατικός
Μεταφράσεις: βουκολικός
βουκολικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bucolic, pastoral
βουκολικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bucólico, bucólica
βουκολικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ländlich, bukolisch, idyllischen, bukolischen, bukolische
βουκολικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pastoral, bucolique, paysan, bucoliques, champêtre
βουκολικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bucolico, bucolica, bucolic, pastorale
βουκολικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bucólico, bucólica, bucolic, bucólicos, bucólicas
βουκολικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herderlijk, landelijk, bucolische, landelijke, bucolic
βουκολικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буколика, сельский, буколический, буколическая, буколических
βουκολικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pastoral, idyllisk, landlige, bucolic
βουκολικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bucolic, idylliska, idyll, bukolisk
βουκολικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maalainen, paimen, bukolinen, paimenruno, bucolic, paimen-
βουκολικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bucolic
βουκολικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pastýřský, bukolický, Bucolic, bukolické
βουκολικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pastoralny, bukoliczny, pastorałka, sielanka, bukolika, sielankowy, bucolic, korzystne dla odpoczynku
βουκολικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pásztori, bukolikus, falusias, falusin, idilli
βουκολικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pastoral, bucolic, pastoral bir, yontulmamışlarız, çoban
βουκολικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сільський, буколічний, буколічні
βουκολικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
baritor
βουκολικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пасторален, идиличен, селски, идиличната
βουκολικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буколический
βουκολικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maainimene, karjaseelu, pastoraalne, Bukolinen, on Bukolinen
βουκολικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
seljak
βουκολικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bucolic
βουκολικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Bukolisks, Pastorāls, Pastorałka, Bukoliczny, Pastoralny
βουκολικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastorāls, bukolisks
βουκολικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
провинцијален, пасторален
βουκολικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăran, bucolic, bucolică, bucolica, pastoral, țărănească
βουκολικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bucolic, Seljak
βουκολικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bukolický