Βρώμη στα ολλανδικά

Μετάφραση: βρώμη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haver, van haver
Βρώμη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρώμη

βρώμη θρεπτική αξία, βρώμη βιταμίνες, βρώμη πρωινό, βρώμη δίαιτα, βρώμη γλουτένη, βρώμη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βρώμη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βρύση στα ολλανδικά - welput, fontein, aanboren, kwel, kraan, bron, tapkraan, ...
  • βρώμα στα ολλανδικά - stank, stinken, stink, stinkt, vies ruiken
  • βρώμικος στα ολλανδικά - onaangenaam, morsig, vies, vervelend, boosaardig, onrein, lelijk, ...
  • βυζί στα ολλανδικά - mees, tit, tiet, mezen, lik
Τυχαίες λέξεις
Βρώμη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: haver, van haver