Λέξη: καταβρέχω

Συνώνυμα: καταβρέχω

ταριχεύω, εμβρέχω, βουτώ εις άλμην, πασπαλίζω, ραντίζω, ψιχαλίζω

Μεταφράσεις: καταβρέχω

καταβρέχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dribble, souse, sprinkle

καταβρέχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gotear, escabeche, borracho, souse, el souse, souse de

καταβρέχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sabbern, tröpfeln, tropfen, eintauchen, souse, wurstart, Pökelfleisch

καταβρέχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dégoutter, bave, baver, ivrogne, souse, marinade, tremper dans, poivrot

καταβρέχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immergere, souse, marinare, inzuppare

καταβρέχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparelhador, babar, pingo, escabeche, salmoura, mergulhar em água, atirar para a água, encharcar

καταβρέχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droppel, drop, druppel, lik, saus, pekelen, sauzen, pekel, souse

καταβρέχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
капля, ручеек, капать, рассол, соус, пропойца, пьяница, солить

καταβρέχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
souse

καταβρέχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drypa, droppa, souse, blöta, öser

καταβρέχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolata, kuljettaa, pisaroida, marinoida, souse, kastaa, säilöä

καταβρέχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
souse, dukke, dukke sig

καταβρέχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odkapávat, kapat, driblovat, marináda, ponořit, marinovat, omáčce, souse

καταβρέχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciekać, sączyć, drybling, dryblować, kozłować, kapać, marynować, libacja, marynata, pikować, biba

καταβρέχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyáladzás, cselezés, páclé, bepácol, besóz, Souse, bemártás

καταβρέχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damlamak, ayyaş, salamura, salamura yapma, içki alemi, salamuraya bastırmak

καταβρέχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
струмочок, краплина, потічок, капля, крапля, розсіл, розсоли, Розсол, ропа

καταβρέχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lag, njom, njomje, fus në ujë, lagie

καταβρέχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пача, пияница, марината, напивам, мариноване

καταβρέχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расол, рассол

καταβρέχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrisema, triblama, soolvesi, Kasta, Marinoida, Salve

καταβρέχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vođenje, driblati, kapanje, opiti, rasol, zamakati, namakanje, pijanica

καταβρέχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sósu, sósu Borin

καταβρέχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašėti, slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa

καταβρέχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
souse

καταβρέχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
souse

καταβρέχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se năpusti, năpusti, marina, saramură, marinată

καταβρέχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preigravanje, slina, kapa, Pijanec

καταβρέχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slina, marináda
Τυχαίες λέξεις