Λέξη: ένδοξος

Σχετικές λέξεις: ένδοξος

ένδοξος συνώνυμο, ένδοξος συνώνυμα

Συνώνυμα: ένδοξος

λαμπρός, χάρμα, ξακουσμένος, περίφημος, επιφανής, περικλεής

Μεταφράσεις: ένδοξος

ένδοξος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
glorious, illustrious, renowned, glorified

ένδοξος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
famoso, glorioso, gloriosa, gloria, gloriosos

ένδοξος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prächtig, großartig, herrlich, glorreich, glorreichen, ruhmreichen, ruhmreiche

ένδοξος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grandiose, illustre, glorieux, radieux, fameux, magnifique, éclatant, splendide, superbe, célèbre, glorieuse, gloire

ένδοξος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
glorioso, illustre, gloriosa, gloria, gloriosi, splendida

ένδοξος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glorioso, gloriosa, glória, glorious, gloriosos

ένδοξος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glorieus, roemruchtig, luisterrijk, glorierijk, prachtig, groots, roemvol, overweldigend, beroemd, grandioos, verheven, roemrijk, heerlijk, glorieuze

ένδοξος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прославленный, белковый, подвыпивший, знаменитый, славный, прекрасный, великолепный, восхитительный, замечательный, дивный, славное, славная, славной, славным

ένδοξος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strålende, herlige, herlig, fantastiske, herlighet

ένδοξος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strålande, härliga, härlig, ärorika, härligt

ένδοξος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunniakas, loistava, uhkea, upea, maineikas, ihana, ihanan

ένδοξος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, herlige, herlig, glorværdige, strålende, glorværdig

ένδοξος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skvělý, slavný, nádherný, slavné, slavná

ένδοξος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świetny, wspaniały, sławny, chlubny, chwalebny, sławetny, chwalebne, chwały

ένδοξος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dicső, dicsőséges, csodálatos, dicsõséges, ragyogó

ένδοξος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mükemmel, görkemli, şanlı, muhteşem, muhteşem bir, görkemli bir

ένδοξος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
славний, славнозвісний, підпилий, славетний, славне, славного

ένδοξος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lavdishëm, i lavdishëm, lavdishme, e lavdishme, të lavdishme

ένδοξος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
славен, славно, славна, славното, славната

ένδοξος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слаўны, хвалебны, славуты

ένδοξος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulsusrikas, hiilgav, kuulsusrikka, hiilgava, kuulsusrikast

ένδοξος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjajan, slavan, dičan, slavno, slavna, slavni, slavne

ένδοξος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýrðlegur, glæsilega, dýrðlega, dýrðleg, dýrðlegt, dýrlega

ένδοξος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlovingas, šlovingą, šlovinga, šlovės, puikus

ένδοξος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slavens, lielisks, krāšņās, brīnišķīgo, godības

ένδοξος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
славна, славното, славен, славни, славно

ένδοξος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strălucitor, glorios, glorioasă, glorioasa, glorioase, slăvit

ένδοξος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veličastno, slavno, Veličastni, Čudovito, veličastna

ένδοξος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skvelý, nádherný, slávny
Τυχαίες λέξεις