Γεωγραφία στα ολλανδικά
Μετάφραση: γεωγραφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geografie, aardrijkskunde, Geography, geografische, de geografie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεωγραφία
γεωγραφία β γυμν, γεωγραφία στ δημοτικού βιβλίο, γεωγραφία στ δημοτικού τετράδιο εργασιών απαντήσεις, γεωγραφία α γυμν λυσεις, γεωγραφία α γυμν, γεωγραφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεωγραφία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γεφυρώνω στα ολλανδικά - commandobrug, brug, bridge, brug van, de Brug, de Brug van
- γεωγράφος στα ολλανδικά - aardrijkskundige, geograaf, geographer
- γεωγραφικός στα ολλανδικά - aardrijkskundig, geografisch, geografische, de geografische, geographical, hun geografische
- γεωδαισία στα ολλανδικά - landmeetkunde, geodesie, de geodesie, geodesy, geodetische
Τυχαίες λέξεις
Γεωγραφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geografie, aardrijkskunde, Geography, geografische, de geografie
Μεταφράσεις: geografie, aardrijkskunde, Geography, geografische, de geografie